Farben & Aussehen
Die Sprachausgabe ist für Google Chrome optimiert. Es ist möglich, dass sie nicht auf allen Browsern funktioniert. Es ist aber möglich ohne Sprachausgabe zu lernen.
Griechisch | |
Farben: | |
hell / klar |
ελαφρύς (m), ελαφριά (f), ελαφρύ (n) καθαρός (m), καθαρή (f), καθαρό (n) |
dunkel |
σκοτεινός (m), σκοτεινή (f), σκοτεινό (n) σκοτάδι |
Farbe | χρώμα |
bunt |
έγχρωμος (m), έγχρωμη (f), έγχρωμο (n) |
weiß |
άσπρος (m), άσπρη (f), άσπρο (n) |
schwarz |
μαύρος (m), μαύρη (f), μαύρο (n) |
gelb |
κίτρινος (m), κίτρινη (f), κίτρινο (n) |
orange | πορτοκαλί |
rot |
κόκκινος (m), κόκκινη (f), κόκκινο (n) |
pink | ροζ |
violett | βιολετί |
blau | μπλε |
grün |
πράσινος (m), πράσινη (f), πράσινο (n) |
braun | καφέ |
grau | γκρί |
Aussehen: | |
neu |
νέος (m), νέα (f), νέο (n) |
alt |
παλιός (m), παλιά (f), παλιό (n) |
klein |
μικρός (m), μικρή (f), μικρό (n) |
groß |
μεγάλος (m), μεγάλη (f), μεγάλο (n) |
jung |
νέος (m), νέα (f), νέο (n) |
lieb / freundlich / nett |
ευγενικός (m), ευγενική (f), ευγενικό (n) ευχάριστος (m), ευχάριστη (f), ευχάριστο (n) |
unfreundlich / gemein |
αγενής (m), αγενής (f), αγενές (n) δυσάρεστος (m), δυσάρεστη (f), δυσάρεστο (n) |
geduldig |
υπομονετικός (m), υπομονετική (f), υπομονετικό (n) |
groß ((bei Menschen)) |
ψηλός (m), ψηλή (f), ψηλό (n) |
mittelgroß ((bei Menschen)) | μεσαίου μεγέθους |
klein ((bei Menschen)) |
μικρός (m), μικρή (f), μικρό (n) |
dick |
χοντρός (m), χοντρή (f), χοντρό (n) |
dünn / schlank |
adínatos (m) adínati (f) adínato (n) leptós (m) leptí (f) leptó (n) |
hübsch |
ωραίος (m), ωραία (f), ωραίο (n) όμορφος (m), όμορφη (f), όμορφο (n) |
schön / wunderschön |
πανέμορφος (m), πανέμορφη (f), πανέμορφο (n) |
hässlich |
άσχημος (m), άσχημη (f), άσχημο (n) |
krank |
άρρωστος (m), άρρωστη (f), άρρωστο (n) |
gesund |
υγιής (m), υγιής (f), υγιές (n) |
fröhlich |
ευτυχισμένος χαρούμενος |
traurig |
λυπημένος (m), λυπημένη (f), λυπημένο (n) |
sportlich |
αθλητικός (m), αθλητική (f), αθλητικό (n) |
ambitioniert |
φιλόδοξος (m), φιλόδοξη (f), φιλόδοξο (n) |
intelligent |
ευφυής (m), ευφυής (f), ευφυές (n) |
kreativ |
δημιουργικός (m), δημιουργική (f), δημιουργικό (n) |
aktiv |
ενεργός (m), ενεργή (f), ενεργό (n) |
sentimental |
αισθηματικός (m), αισθηματική (f), αισθηματικό (n) |
rational |
λογικός (m), λογική (f), λογικό (n) |
emotional |
συναισθηματικός (m), συναισθηματική (f), συναισθηματικό (n) |
natürlich |
φυσικός (m), φυσική (f), φυσικό (n) |
romantisch |
ρομαντικός (m), ρομαντική (f), ρομαντικό (n) |
sympathisch |
καλός (m), καλή (f), καλό (n) φιλικός (m), φιλική (f), φιλικό (n) |
spontan |
αυθόρμητος (m), αυθόρμητη (f), αυθόρμητο (n) |
energisch |
ενεργητικός (m), ενεργητική (f), ενεργητικό (n) |
gestresst |
αγχωμένος (m), αγχωμένη (f), αγχωμένο (n) |
entspannt |
χαλαρός (m), χαλαρή (f), χαλαρό (n) |
frustriert |
απογοητευμένος (m), απογοητευμένη (f), απογοητευμένο (n) |
talentiert |
ταλαντούχος (m), ταλαντούχα (f), ταλαντούχο (n) |